ἀποκάλει

ἀποκάλει
ἀ̱ποκάλει , ἀποκαλέω
recall
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀποκαλέω
recall
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἀποκαλέω
recall
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἀποκαλέω
recall
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ἀποκαλέω
recall
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποκαλεῖ — ἀποκαλέω recall pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποκαλέω recall pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποκαλέω recall fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποκαλέω recall fut ind act 3rd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

  • Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • называти — НАЗЫВА|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Называть кого л. кем л.: Хвали(т) и дѣти б҃ословець. и великод҃шьны˫а называѥть. ˫ако на бѣды себе вдавше. (ἀποκαλεῖ) ГБ XIV, 133в; || считать кого л. кем л.: бо˫аре же Галичьстии Данила кнѧземь собѣ называхѹ. а самѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • Στέντωρ — Ομηρικός ήρωας από την Αρκαδία, που είχε πάρει μέρος στην Τρωική εκστρατεία και που φημιζόταν για την πολύ δυνατή φωνή του. Ο Όμηρος τον αποκαλεί χαλκόφωνο και λέει πως η φωνή του ήταν τόσο δυνατή όσο πενήντα αντρών μαζί. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Σ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”